χερσάδα — η, Ν μικρό ακαλλιέργητο τμήμα καλλιεργημένης έκτασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + κατάλ. άδα (πρβλ. ισ άδα)] … Dictionary of Greek
χερσάδα — η μικρό ακαλλιέργητο μέρος καλλιεργημένου αγρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)